χειραψία

χειραψία
χειρ-αψία, , (ἅπτω A)
A violence offered, rough handling, Sammelb.6152.13 (i B.C.).
2 hand to hand fight, close combat,

χειραψίαι καὶ πεζῶν καὶ ἱππέων Anon.

ap. Suid.
II as a term of wrestling, clasping of one's antagonist so as to throw him (cf.

ἅμμα 1.5

), Plu.2.234d.
III gentle friction, massage, Cael.Aur. TP1.4; gentle treatment, in operations, Heliod. ap. Orib.50.47.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειραψίᾳ — χειραψίᾱͅ , χειραψία violence offered fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραψία — η, ΝΜΑ [χειραπτῶ] νεοελλ. 1. το να δίνουν δύο άνθρωποι τα χέρια, το σφίξιμο τών χεριών για χαιρετισμό ή για επιβεβαίωση υπόσχεσης 2. φρ. «ψευδής υπόσχεση χειραψίας» (νομ.) παράβαση συμφωνίας που έγινε με χειραψία ενώπιον τού δικαστηρίου ή… …   Dictionary of Greek

  • χειραψία — η το να δίνουν τα χέρια δύο άτομα για χαιρετισμό ή για επιβεβαίωση συμφωνίας: Τους χαιρετούσε όλους με χειραψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειραψίας — χειραψίᾱς , χειραψία violence offered fem acc pl χειραψίᾱς , χειραψία violence offered fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραψίαι — χειραψίᾱͅ , χειραψία violence offered fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραψίαν — χειραψίᾱν , χειραψία violence offered fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραψίαις — χειραψία violence offered fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Cheap Pop for the Elite — Studio album by Kore. Ydro. Released 13 February 2006 Recorded September 2004 April 2005 – June 2005 Genre …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”